Ρυθμική Ικανότητα και Κινητική Αδεξιότητα
Ο
ρυθμός είναι ένα χαρακτηριστικό
που βρίσκεται παντού στην φύση και διακατέχει όλα τα έμβια και άβια αντικείμενα πάνω στη γη,
αλλά και στο σύμπαν. Οι εναλλαγές μέρας και νύχτας, χειμώνα και καλοκαιριού
είναι εύκολα αντιληπτές από οποιονδήποτε. Αν θελήσουμε να δώσουμε έναν πιο
ακριβή ορισμό της έννοιας του ρυθμού, θα λέγαμε ότι ρυθμός είναι οτιδήποτε
γίνεται και επαναλαμβάνεται σταθερά και περιοδικά για ένα δεδομένο –και
ορισμένο- χρονικό διάστημα.
Παρόλο που ο ρυθμός είναι έμφυτος στους ανθρώπους, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων που έχουν προβλήματα που σχετίζονται με την ικανότητα να εκτελούν ρυθμικές κινήσεις. Στην πρώτη ανήκουν τα άτομα με προβλήματα ακοής, και στην δεύτερη τα άτομα με Πρόβλημα στην Ανάπτυξη του Συντονισμού ή Developmental Coordination Disorder (DCD), ή όπως είναι αλλιώς γνωστό, Κινητική Αδεξιότητα.
Παρόλο που ο ρυθμός είναι έμφυτος στους ανθρώπους, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων που έχουν προβλήματα που σχετίζονται με την ικανότητα να εκτελούν ρυθμικές κινήσεις. Στην πρώτη ανήκουν τα άτομα με προβλήματα ακοής, και στην δεύτερη τα άτομα με Πρόβλημα στην Ανάπτυξη του Συντονισμού ή Developmental Coordination Disorder (DCD), ή όπως είναι αλλιώς γνωστό, Κινητική Αδεξιότητα.
Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η American
Psychiatric Association (APA) (1994) τα παιδιά με DCD είναι εύκολα αναγνωρίσιμα στην καθημερινή ζωή
εξαιτίας της αδεξιότητας τους και της έλλειψης συντονισμού
στις κινήσεις τους. Η κινητική αδεξιότητα ανήκει σε ειδική κατηγορία παθήσεων
και συμπεριλαμβάνεται ως μια υποκατηγορία μαθησιακής δυσκολίας. Τα άτομα
που πάσχουν από DCD ζουν και συμπεριφέρονται φυσιολογικά, πλην όμως
χρειάζονται ειδική μεταχείριση και στο σπίτι και στο σχολείο. Η έλλειψη κινητικών ικανοτήτων για τα παιδιά αυτά, τα οδηγεί μακριά
από τα ομαδικά παιχνίδια και ως εκ τούτου σε κοινωνική απομόνωση,μοναξιά, ακόμα και σε κατάθλιψη(Gilberg and Gilberg, 1989, Losse et al,1991,Hellgren et al, 1994).
Τα στατιστικά στοιχεία της ΑΡΑ (1987 & 1994) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organization - WHO- 1992) μας λένε ότι το 5% των παιδιών που φοιτούν στα δημόσια σχολεία αποτυχαίνουν στις βασικές κινητικές δεξιότητες με συνέπεια την στασιμότητα στο σχολείο. Τα παιδιά με DCD έχουν ακόμα μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν προβλήματα και σε άλλους τομείς μάθησης, αλλά και στις ψυχοκοινωνικές τους σχέσεις (Dewey D. et al, 2002). Επίσης η κιναίσθηση σε αυτά τα παιδιά βρέθηκε χαμηλότερη από ότι στα φυσιολογικά παιδιά ίδιας ηλικίας τόσο σε ασκήσεις με ενεργητικές, όσο και με παθητικές απαιτήσεις (Hoare D. & Larkin D., 1991). Σε πειραματικές έρευνες που έγιναν στο παρελθόν με σκοπό να εξετάσουν την συμπεριφορά των παιδιών με DCD προέκυψαν μερικά πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Τα παιδιά με DCD είχαν μεγαλύτερο χρόνο αντίδρασης και διάρκεια κίνησης, όταν τους ζητήθηκε να προσεγγίσουν μικρούς στόχους (Ηenderson L. et al, 1992). Σε μονόπλευρο ρυθμικό tapping είχαν μεγαλύτερη απόκλιση από τον μ.ο. σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά (Geuze & Kalverboer, 1987, Lundy-Ekman et al, 1991, Williams et al, 1992). Οι M. Chiel J.M. Volman και R.H. Geuze (1998) μετά από τις μετρήσεις που έκαναν σε αδέξια παιδιά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι έχουν πρόβλημα στον κινητικό προγραμματισμό και όχι στην διαδικασία εκτέλέσης των κινήσεων.
Τα στατιστικά στοιχεία της ΑΡΑ (1987 & 1994) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organization - WHO- 1992) μας λένε ότι το 5% των παιδιών που φοιτούν στα δημόσια σχολεία αποτυχαίνουν στις βασικές κινητικές δεξιότητες με συνέπεια την στασιμότητα στο σχολείο. Τα παιδιά με DCD έχουν ακόμα μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν προβλήματα και σε άλλους τομείς μάθησης, αλλά και στις ψυχοκοινωνικές τους σχέσεις (Dewey D. et al, 2002). Επίσης η κιναίσθηση σε αυτά τα παιδιά βρέθηκε χαμηλότερη από ότι στα φυσιολογικά παιδιά ίδιας ηλικίας τόσο σε ασκήσεις με ενεργητικές, όσο και με παθητικές απαιτήσεις (Hoare D. & Larkin D., 1991). Σε πειραματικές έρευνες που έγιναν στο παρελθόν με σκοπό να εξετάσουν την συμπεριφορά των παιδιών με DCD προέκυψαν μερικά πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Τα παιδιά με DCD είχαν μεγαλύτερο χρόνο αντίδρασης και διάρκεια κίνησης, όταν τους ζητήθηκε να προσεγγίσουν μικρούς στόχους (Ηenderson L. et al, 1992). Σε μονόπλευρο ρυθμικό tapping είχαν μεγαλύτερη απόκλιση από τον μ.ο. σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά (Geuze & Kalverboer, 1987, Lundy-Ekman et al, 1991, Williams et al, 1992). Οι M. Chiel J.M. Volman και R.H. Geuze (1998) μετά από τις μετρήσεις που έκαναν σε αδέξια παιδιά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι έχουν πρόβλημα στον κινητικό προγραμματισμό και όχι στην διαδικασία εκτέλέσης των κινήσεων.
Η έννοια της σταθερότητας στην κίνηση
Όταν λέμε
σταθερότητα και αναφερόμαστε σε ρυθμικές κινήσεις, εννοούμε το πόσο μικρή είναι τυπική
απόκλιση (χρονικά) των ρυθμικών κινήσεων ή κτυπημάτων, από το επιθυμητό
αποτέλεσμα. Σε έρευνες που έχουν γίνει με αντικείμενο την σταθερότητα των
ρυθμικών κινήσεων μεγάλου εύρους στην αναπτυξιακή ηλικία, έχει βρεθεί ότι τα
παιδιά έως 12 ετών είναι γενικά λιγότερο σταθερά απ΄τους ενήλικες (Smoll, 1974a,
1974b, 1975a, 1975b), χωρίς να παρουσιαστούν φυλετικές διαφορές, κάτι το
οποίο βρίσκει σύμφωνο και τον Parker (1992), ο οποίος μας λέει πως η σταθερότητα
των κινήσεων εξαρτάται από την ηλικία, αλλά και την συχνότητα
εκτέλεσης. Το ίδιο συμβαίνει και με μετρήσεις άλλων δεξιοτήτων, όπως η ισορροπία
(Wollacott, 1989). Σε άλλη έρευνα των Green και Williams (1993), εξετάστηκε η
ικανότητα συγχρονισμού σε μεγάλο εύρος ηλικιών (6-75 έτη). Τα αποτελέσματα
έδειξαν ότι η σταθερότητα αυξάνεται κατά την παιδική ηλικία, στη συνέχεια
ομαλοποιείται και μειώνεται σταδιακά στην Τρίτη Ηλικία.
Μία έρευνα των Volman και Geuze (2000) εξέτασε τις διαφορές στην εκτέλεση μονόπλευρων ρυθμικών κινήσεων κατά τον συγχρονισμό με ηχητικό ερέθισμα σε παιδιά ηλικίας 7, 9 και 11 ετών και οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα πως με την αύξηση της συχνότητας των ερεθισμάτων , η σταθερότητα εκτέλεσης μειώθηκε, όμως η ικανότητα εκτέλεσης χρονικά σταθερών κινήσεων αυξανόταν με την ηλικία, από το 7 έως τα 11 έτη. Οι Fagard J. και Pezeacute A. (1997) έκαναν κάτι παρόμοιο με αυτό των δύο παραπάνω συγγραφέων. Προσπάθησαν να εντοπίσουν τις διαφορές στον αμφίπλευρο συντονισμό και τη συνεργασία των μελών σε βρέφη ηλικίας 6-12 μηνών. Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές, αλλά φαίνεται ότι καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά η συχνότητα χρησιμοποίησης και των δύο χεριών ταυτόχρονα, αυξάνεται, κάτι που μπορεί να οφείλεται στην αύξηση του ΄΄ρεπερτορίου΄΄ των κινήσεων των μικρών παιδιών. Σημαντικά στοιχεία μας προσφέρει η έρευνα των Drake, Jones και Baruch (2000), οι οποίοι εξέτασαν τέσσερα γκρουπ παιδιών, ηλικίας 4, 6, 8 και 10 ετών αντίστοιχα και 1 γκρουπ ενηλίκων, χωρίς προηγούμενη εμπειρία ρυθμικών κινήσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η χρονική σταθερότητα αυξάνεται με την ηλικία ως τα 10 έτη. Στην παραπάνω έρευνα προκύπτει το στοιχείο ότι ανάλογα με την ηλικία τα παιδιά μπορούν να εστιάσουν την προσοχή τους σε ένα περιορισμένο εύρος συχνοτήτων και έξω από αυτές, τους είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστούν.
Τί συμβαίνει όμως, όταν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία μάθησης ρυθμικών κινήσεων;
Οι Χατζητάκη Β., Ζήση Β., Δούμας Μ. και Κιουμουρτζόγλου Ε. εξέτασαν αυτήν την παράμετρο. Σύγκριναν τον μονόπλευρο και τον αμφίπλευρο (anti-phase) συγχρονισμό με δύο τρόπους, συγχρονισμό με ηχητικό ερέθισμα και διατήρηση του ρυθμού απουσία ερεθίσματος .Τα δείγματα αποτέλεσαν κωπηλάτες της ελληνικής εθνικής ομάδας με μεγάλη προπονητική ηλικία και φοιτητές Τ.Ε.Φ.Α.Α. χωρίς προηγούμενη εμπειρία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι κωπηλάτες ήταν καλύτεροι (πιο σταθεροί) μόνο στην φάση του μονόπλευρου συγχρονισμού, ενώ στην φάση της διατήρησης, αν και πιο σταθεροί, δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά. Αντίθετα στην διαδικασία του αμφίπλευρου συγχρονισμού και οι δύο ομάδες βελτίωσαν την χρονική σταθερότητα τους, αλλά η διαφορά ήταν πιο εμφανής στην ομάδα των φοιτητών.
Ρυθμός και Κινητική Αδεξιότητα.
Όργανα μέτρησης/ μέθοδοι διάγνωσης Κινητικής Αδεξιότητας.
Μία έρευνα των Volman και Geuze (2000) εξέτασε τις διαφορές στην εκτέλεση μονόπλευρων ρυθμικών κινήσεων κατά τον συγχρονισμό με ηχητικό ερέθισμα σε παιδιά ηλικίας 7, 9 και 11 ετών και οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα πως με την αύξηση της συχνότητας των ερεθισμάτων , η σταθερότητα εκτέλεσης μειώθηκε, όμως η ικανότητα εκτέλεσης χρονικά σταθερών κινήσεων αυξανόταν με την ηλικία, από το 7 έως τα 11 έτη. Οι Fagard J. και Pezeacute A. (1997) έκαναν κάτι παρόμοιο με αυτό των δύο παραπάνω συγγραφέων. Προσπάθησαν να εντοπίσουν τις διαφορές στον αμφίπλευρο συντονισμό και τη συνεργασία των μελών σε βρέφη ηλικίας 6-12 μηνών. Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές, αλλά φαίνεται ότι καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά η συχνότητα χρησιμοποίησης και των δύο χεριών ταυτόχρονα, αυξάνεται, κάτι που μπορεί να οφείλεται στην αύξηση του ΄΄ρεπερτορίου΄΄ των κινήσεων των μικρών παιδιών. Σημαντικά στοιχεία μας προσφέρει η έρευνα των Drake, Jones και Baruch (2000), οι οποίοι εξέτασαν τέσσερα γκρουπ παιδιών, ηλικίας 4, 6, 8 και 10 ετών αντίστοιχα και 1 γκρουπ ενηλίκων, χωρίς προηγούμενη εμπειρία ρυθμικών κινήσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η χρονική σταθερότητα αυξάνεται με την ηλικία ως τα 10 έτη. Στην παραπάνω έρευνα προκύπτει το στοιχείο ότι ανάλογα με την ηλικία τα παιδιά μπορούν να εστιάσουν την προσοχή τους σε ένα περιορισμένο εύρος συχνοτήτων και έξω από αυτές, τους είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστούν.
Τί συμβαίνει όμως, όταν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία μάθησης ρυθμικών κινήσεων;
Οι Χατζητάκη Β., Ζήση Β., Δούμας Μ. και Κιουμουρτζόγλου Ε. εξέτασαν αυτήν την παράμετρο. Σύγκριναν τον μονόπλευρο και τον αμφίπλευρο (anti-phase) συγχρονισμό με δύο τρόπους, συγχρονισμό με ηχητικό ερέθισμα και διατήρηση του ρυθμού απουσία ερεθίσματος .Τα δείγματα αποτέλεσαν κωπηλάτες της ελληνικής εθνικής ομάδας με μεγάλη προπονητική ηλικία και φοιτητές Τ.Ε.Φ.Α.Α. χωρίς προηγούμενη εμπειρία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι κωπηλάτες ήταν καλύτεροι (πιο σταθεροί) μόνο στην φάση του μονόπλευρου συγχρονισμού, ενώ στην φάση της διατήρησης, αν και πιο σταθεροί, δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά. Αντίθετα στην διαδικασία του αμφίπλευρου συγχρονισμού και οι δύο ομάδες βελτίωσαν την χρονική σταθερότητα τους, αλλά η διαφορά ήταν πιο εμφανής στην ομάδα των φοιτητών.
Θεωρίες σχετικές
με την αντίληψη του χρόνου και την παραγωγή ρυθμικών κινήσεων.
Δύο είναι οι θεωρίες σχετικά με την αντίληψη
του χρόνου και την παραγωή ρυθμικών κινήσεων. Η πρώτη είναι η Θεωρία του
΄΄Εσωτερικού Ρολογιού΄΄ που αναφέρει
ότι σε κινήσεις που εκτελούνται επαναλαμβανόμενα, όπως το ρυθμικό tapping, υπάρχει ρύθμιση από το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ) που εξασφαλίζει χρονική
σταθερότητα. Η δεύτερη θεωρία
είναι η Θεωρία των ΄΄Δυναμικών
Συστημάτων΄΄. Σύμφωνα με αυτήν, όταν τα δύο
χέρια κινούνται αμφίπλευρα σε ρυθμικές κινήσεις
(διαφορά φάσης 0° και 180°) παρατηρείται μια έντονη χρονική
έλξη, που δεν
εμφανίζεται στην αντίστοιχη μονόπλευρη ρυθμική κίνηση (Helmuth and Ivry , 1996). Mία πιθανή εξήγηση αυτού του
φαινομένου είναι ότι το σύστημα
συμπεριφέρεται σαν
σύστημα δύο γραμμικών ταλαντωτών που διέπονται από φυσικές αρχές και νόμους.
Οι κινήσεις αυτές αποτελούν έμφυτα κινητικά πρότυπα (Kelso et al, 1981, Turvey et al, 1986, Scholz and Kelso, 1989, Haken,
Kelso and Βunz,
1988, Schmidt et al, 1993, Schmidt and Turvey, 1994). Οι
υποστηρικτές της θεωρίας αυτής διαπίστωσαν επίσης
ότι το σύστημα έχει την τάση να αντιστέκεται σε προσπάθειες διαταραχής από το
περιβάλλον (αυξημένη χρονική αστάθεια), ενώ όταν μία ή περισσότερες
παράμετροι του περιβάλλοντος π.χ. η ταχύτητα, λάβουν μια οριακή τιμή, το σύστημα
επιστρέφει στα έμφυτα κινητικά πρότυπα (Kelso, Holt, Rubin and Kugler, 1981).
Ρυθμός και Κινητική Αδεξιότητα.
Το φαινόμενο της
ρυθμικής ανισορροπίας αυτών των παιδιών ώθησε αρκετούς επιστήμονες να ασχοληθούν με το θέμα και να προσπαθήσουν να δώσουν απάντηση στον τρόπο με τον
οποίο ενεργούν. Οι M.J.M. Volman και Geuze R.H. (1998), υπέβαλλαν σε μετρήσεις ρυθμικών κινήσεων (tapping)
in-phase και
anti-phase με σταθερή και
μεταβαλλόμενη συχνότητα παιδιά με DCD με σκοπό να συγκρίνουν την την χρονική
σταθερότητα του αμφίπλευρου συντονισμού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι είχαν αυξημένο
χρόνο αντίδρασης και μικρότερη χρονική σταθερότητα μεταξύ των taps.
Επίσης στην ίδια έρευνα εξετάστηκε ο και ο οπτικο-κινητικός ρυθμικός
συντονισμός χωρίς
όμως τα παιδιά να μπορούν να συγχρονιστούν (υπήρξαν πολλές ατομικές διαφορές).
Σε παρόμοια έρευνα των παραπάνω συγγραφέων (Volman M.J. and Geuze R.H., 1998) με τα ίδια χαρακτηριστικά μετρήσεων, ζητήθηκε να βρεθεί ο μονόπλευρος και αμφίπλευρος συντονισμός ενώ συγχρόνως τους παρενοχλούσαν (έβαζαν εμπόδια στην κίνηση τους), τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά του DCD group είχαν φτωχότερο μονο- και αμφίπλευρο συντονισμό και αργούσαν να επανέλθουν στην αρχική κατάσταση σταθερότητας σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Σε άλλη έρευνα που έγινε, βρέθηκε ότι τα παιδιά με DCD είχαν στατιστικά σημαντικά χειρότερους χρόνους αντίδρασης καθώς και χαρακτηριστική καθυστέρηση στην διάρκεια των κινήσεων (πιο αργές κινήσεις) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου Henderson L., Rose P., Henderson S., 1992).
Στην προσπάθεια να συγκριθεί η Συσχέτιση του Developmental Coordination Disorder με άλλες παθήσεις, οι Pitcher T.M., Piek J.P. Barett N.C. (2002), σύγκριναν παιδιά με DCD και ADHD (Attention Deficit Disorder with Hyperactivity) ή Υπερκινητικό Συνδρομο και παιδιά και με τις δύο παθήσεις, με σκοπό να δούνε κατά πόσο αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν ίδια ή παρόμοια προβλήματα στον συγχρονισμό και στον δυναμικό έλεγχου των κινήσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά με ADHD έχουν μεγαλύτερη αστάθεια ρυθμικών κινήσεων απ’ότι τα παιδιά με DCD, αλλά αυξημένη κινητική ικανότητα. Επίσης στα παιδιά που είχε διαγνωσθεί DCD αλλά και ADHD, παρατηρήθηκε ιδιαίτερη δυσκολία στον δυναμικό έλεγχο της κίνησης.
Σε παρόμοια έρευνα των παραπάνω συγγραφέων (Volman M.J. and Geuze R.H., 1998) με τα ίδια χαρακτηριστικά μετρήσεων, ζητήθηκε να βρεθεί ο μονόπλευρος και αμφίπλευρος συντονισμός ενώ συγχρόνως τους παρενοχλούσαν (έβαζαν εμπόδια στην κίνηση τους), τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά του DCD group είχαν φτωχότερο μονο- και αμφίπλευρο συντονισμό και αργούσαν να επανέλθουν στην αρχική κατάσταση σταθερότητας σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Σε άλλη έρευνα που έγινε, βρέθηκε ότι τα παιδιά με DCD είχαν στατιστικά σημαντικά χειρότερους χρόνους αντίδρασης καθώς και χαρακτηριστική καθυστέρηση στην διάρκεια των κινήσεων (πιο αργές κινήσεις) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου Henderson L., Rose P., Henderson S., 1992).
Στην προσπάθεια να συγκριθεί η Συσχέτιση του Developmental Coordination Disorder με άλλες παθήσεις, οι Pitcher T.M., Piek J.P. Barett N.C. (2002), σύγκριναν παιδιά με DCD και ADHD (Attention Deficit Disorder with Hyperactivity) ή Υπερκινητικό Συνδρομο και παιδιά και με τις δύο παθήσεις, με σκοπό να δούνε κατά πόσο αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν ίδια ή παρόμοια προβλήματα στον συγχρονισμό και στον δυναμικό έλεγχου των κινήσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά με ADHD έχουν μεγαλύτερη αστάθεια ρυθμικών κινήσεων απ’ότι τα παιδιά με DCD, αλλά αυξημένη κινητική ικανότητα. Επίσης στα παιδιά που είχε διαγνωσθεί DCD αλλά και ADHD, παρατηρήθηκε ιδιαίτερη δυσκολία στον δυναμικό έλεγχο της κίνησης.
Όργανα μέτρησης/ μέθοδοι διάγνωσης Κινητικής Αδεξιότητας.
Στη διεθνή
βιβλιογραφία έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετοί μέθοδοι διάγνωσης της Κινητικής
Αδεξιότητας. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν μια σειρά από δοκιμασίες (tests) που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα των κινητικών
ικανοτήτων. Ανάλογα με τονσκοπό της εργασίας
και το επίπεδο των παιδιών, οι ερευνητές χρησιμοποιούν και τα αντίστοιχα tests. Κάποια τεστ δεν ταιριάζουν στις απαιτήσεις
των πληθυσμών που εφαρμόζονται
γι’αυτό δεν είναι αξιόπιστα
(Bowien C.M. et al,1998, Rosblad B.and Gard L.,1998,
Volman J.M.J. and Geuze
R.H., 1998) Αυτά τα όργανα
διάγνωσης DCD, ανάλογα με την συχνότητα εμφάνισης τους στην
βιβλιογραφία, είναι:
- Movement Assesment Battery for Children (M-ABC) των Henderson and Sugden (1992) που περιλαμβάνει τεστ ρυθμικών κινήσεων in-phase και anti-phase (J.M.Volman and Reint, 1998), 8 ενότητες που περιλαμβάνουν πέταγμα – πιάσιμο της μπάλας, επιδεξιότητα άνω άκρων και στατική/δυναμική ισορροπία (Rintala R.K. and Pienimaki, 1998, Rosblad B. et al, 1998, Bowien C. Metal 1998) και κάποια ακόμα τεστ τα οποία όμως δεν αναφέρονται.
- The Test Of Motor Impairment (TOMI) που μετράει χρόνο αντίδρασης (Henderson L., Rose P., Henderson S., 1992).
- The Korperkoordinatiοns Test fur Kinder, που ελέγχει τον συντονισμό - συγχρονισμό όλου του σώματος (Bowien C.M. et al, 1998).
- Τhe Test of Gross Motor Development (TGMD) (Rintala P., Pienimaki et al, 1998).
- Raven’s Matrices Test (Raven et al, 1976, Rintala P., Pienikmaki et al, 1998) και
- Bruininks-Osteresky Test of Motor Impairment (Dewey et al, 2002). Ανάλογα με τα αποτελέσματα στα τεστ, οι εξεταζόμενοι κατατάσσονται στις διάφορες υποκατηγορίες ατόμων με προβλήματα συντονισμού και ελέγχου των κινήσεων.
Καθηγητής Ειδικής Φυσικής Αγωγής
Μ.Res. στην Γνωστική Νευροψυχολογία
*Το παρόν άρθρο αποτελεί την εισαγωγή και την ανασκόπηση βιβλιογραφίας της ερευνητικής εργασίας "Ικανότητα Εκτέλεσης Ρυθμικών Κινήσεων σε Παιδιά με Κινητική Αδεξιότητα: Μια Πιλοτική Προσέγγιση".
Η εργασία παρουσιάστηκε ως αναρτημένη ανακοίνωση στο Παγκόσμιο Προ-Ολυμπιακό Συνέδριο του 2004 στην Θεσσαλονίκη με τίτλο: "Rhythmic ability in children with Developmental Coordination Disorder: A
pilot investigation"
Βρείτε το άρθρο όπως παρουσιάστηκε στο πρωτότυπο ΕΔΩ
Σας άρεσε; Μοιραστείτε το!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Το "Εν Σώματι Υγιεί" δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.