Η Επίδραση της Επιδεξιότητας στο Ποδόσφαιρο στη Μάθηση μιας Νέας Δεξιότητας Ισορροπίας 



Συντακτική Ομάδα:
Στυλιανός Κωνσταντάκος M.Sc., Πραξιτέλης Ζαχαριάδης, 
Αλέξανδρος Καραϊωσήφ M. Res., Βασιλεία Χατζητάκη Ph.D.
Εργαστήριο Μάθησης και Ελέγχου της Κίνησης
ΤΕΦΑΑ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


 Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό, Τόμος 2 (2004), 155-162
   
   Η καθημερινή συμπεριφορά του ανθρώπου αποτελεί μία συνεχή διαδικασία εφαρμογής αισθητικών και αισθητηριακών πληροφοριών σε κινητικές ενέργειες (Kugler & Turvey, 1987). Αρκετές έρευνες έχουν εξετάσει την επίδραση την οπτικής και κιναισθητικής πληροφορίας στην προσαρμογή της στάσης (Assainte & Amblard, 1992) ή τη συνδυασμένη επίδραση αντικρουόμενων οπτικών και κιναισθητικών πληροφοριών όπως εμφανίζεται στο παράδειγμα του κινούμενου δωματίου (Sveis-trup & Woollacoot, 1996). Παρόλο που οι μελέτες αυτές παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τον αντισταθμιστικό και λειτουργικό ρόλο του ελέγχου της στάσης, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ελάχιστα πειραματικά δεδομένα σχετικά με την επίδραση της οπτικής αντίληψης στον έλεγχο της στάσης του σώματος προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος συγκεκριμένος κινητικός στόχος, όταν απουσιάζει το εξωτερικό αποσταθεροποιητικό ερέθισμα.
   
   Σύμφωνα με τη θεωρία της σύζευξης μεταξύ αντίληψης και δράσης του Gibson (1979), ο έλεγχος της στάσης του σώματος σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα επεξεργασίας οπτικών πληροφοριών με στόχο τη διατήρηση της ισορροπίας. Η άμεση εφαρμογή οπτικών πληροφοριών σε κινητικές δραστηριότητες είναι το πιο σημαντικό γνώρισμα της σύζευξης μεταξύ αντίληψης και δράσης (Rugy, Taga, Montagne, Buekers, & Laurent, 2002). Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η συνεχής προσαρμογή της κίνησης του σώματος στις εκάστοτε οπτικές πληροφορίες χωρίς να απαιτείται η παρεμβολή κάποιου κινητικού προγράμματος το οποίο ανακαλείται από τη μνήμη όπως υποστηρίζει η θεωρία του κλειστού κυκλώματος του Adams (1971) ή η θεωρία του σχήματος του Schmidt (1975). Αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι οι αντιλη-πτικο-κινητικές προσαρμογές που απαιτούνται στα αθλήματα «μπάλας» (π.χ. αντισφαίριση, επιτραπέζια αντισφαίριση) ενισχύουν το μηχανισμό της οπτικής αντίληψης με αποτέλεσμα οι έμπειροι αθλητές να έχουν πιο ανεπτυγμένες οπτικές δεξιότητες από τους αρχάριους (Jafarzadehpur & Yarig-holi, 2004; Ripoll & Latiri, 1997). Ειδικότερα για την ισορροπία, ο έλεγχος της στάσης μέσω οπτικής ανατροφοδότησης (Rougier, 2004) ενισχύει τη λει-τουργία του μηχανισμού της αντίληψης - δράσης (Bertenthal, Rose, & Bai, 1997). Επιπλέον, σύμφωνα με τους Anderson, Campos και Anderson (2001), η κινητική εμπειρία της αυτόνομης βάδισης στα μικρά παιδιά ενισχύει την σύζευξη μεταξύ οπτικής αντίληψης και κίνησης κατά την εκμάθηση νέων, πιο σύνθετων κινητικών δεξιοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήταν ενδιαφέρον να εξεταστεί αν η προηγούμενη εμπειρία σε εξειδικευμένες αθλητικές δεξιότητες που απαιτούν την προσαρμογή της στάσης σε οπτικά ερεθίσματα επηρεάζει θετικά τον κύκλο αντίληψης - δράσης κατά την εκμάθηση μίας νέας δεξιότητας ισορροπίας.

   Η μεταφορά μάθησης μίας συγκεκριμένης δεξιότητας η οποία αναπτύσσεται στα πλαίσια της εξειδικευμένης προπόνησης που απαιτεί ένα άθλημα σε άλλες δεξιότητες είναι ένα θέμα που έχει προβληματίσει αρκετά τους ερευνητές. Μελέτες έχουν δείξει ότι η ικανότητα εκτέλεσης εξειδικευμένων και σύνθετων δεξιοτήτων ισορροπίας που χρησιμοποιούνται από χορευτές του κλασσικού μπαλέτου (Hugel, Cadopi, Kohler, & Perrin,, 1999) και αθλητές της ενόργανης γυμναστικής (Marin, Bardy & Bootsma, 1999; Vuillerme et al., 2001) δε συνεπάγεται και καλύτερο έλεγχο του σώματος σε πιο απλές δεξιότητες ισορροπίας. Αυτό συμβαίνει γιατί σύμφωνα με νευρο-ανατομικά στοιχεία, ο οπτικο-κινητικός συντονισμός επιτυγχάνεται μέσω της άμεσης απεικόνισης των αντιληπτικών πληροφοριών που φθάνουν στην περιοχή του αισθητηριακού φλοιού σε συγκεκριμένες περιοχές του κινητικού φλοιού του εγκεφάλου (Milner & Goodale, 1995). Ως συνέπεια, οι συγκεκριμένες απεικονίσεις που εκφράζουν το συντονισμό ανάμεσα στην όραση και την κίνηση για μία συγκεκριμένη στάση ή δεξιότητα δε γενικεύονται σε άλλες στάσεις. Παρόλα αυτά, οι απεικονίσεις συγκεκριμένων αντιληπτικο-κινητικών δράσεων όπως αυτή της σταθεροποίησης του κεφαλιού με βάση την περιφερειακή όραση αναμορφώνονται και γενικεύονται σε πιο σύνθετες στρατηγικές ελέγχου της στάσης μέσω της συστηματικής εξάσκησης και μάθησης νέων δεξιοτήτων (Anderson et al., 2001; Bertenthal et al., 1997).


   Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η μάθηση μίας κλειστής δεξιότητας όπως συμβαίνει στην ενόργανη γυμναστική ή το χορό δεν αποκλείει την ανάπτυξη ενός μηχανισμού ελέγχου ο οποίος στηρίζεται στο κινητικό πρόγραμμα και την πρόβλεψη ως συνέπεια της εξάσκησης. Το γεγονός ότι οι παραπάνω δεξιότητες εκτελούνται σε ένα κλειστό περιβάλλον, μειώνει την ανάγκη για έλεγχο της κίνησης μέσω της κιναισθητικής ή οπτικής ανατροφοδότησης. Έχει αποδειχθεί ότι σε συνθήκες δυναμικής ισορροπίας η ικανότητα γρήγορης αντίδρασης σε ένα στιγμιαίο αποσταθεροποιητικό ερέθισμα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη χρήση του μηχανισμού του ανοικτού κυκλώματος (Hatzitaki, Zisi, Kollias & Kioumourtzoglou, 2002). Ένας τρόπος για να περιοριστεί η συμμετοχή του μηχανισμού πρόβλεψης στη μάθηση είναι η μελέτη της επίδρασης της προηγούμενης εμπειρίας σε μία ανοιχτή δεξιότητα, η οποία απαιτεί τη διαρκή προσαρμογή της κίνησης σε μεταβαλλόμενες συνθήκες εκτέλεσης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι διαφορετικές διαδικασίες που συμβαίνουν κατά τη μάθηση μίας κλειστής και μίας ανοιχτής δεξιότητας δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς από προηγούμενες έρευνες.

   Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να εξετάσει αν η προηγούμενη εμπειρία σε ανοιχτές δεξιότητες όπως αυτές που απατούνται στο άθλημα του ποδοσφαίρου επηρεάζει θετικά τον κύκλο αντίληψης-δράσης κατά την εκμάθηση μίας νέας δεξιότητας ισορροπίας. Πιο συγκεκριμένα εξετάστηκε η ικανότητα μάθησης μίας σύνθετης δεξιότητας η οποία απαιτούσε τη διατήρηση του Κέντρου Βάρους (ΚΒ) του κάθε ποδιού σε συγκεκριμένα χωροχρονικά όρια. Το άθλημα του ποδοσφαίρου επιλέχθηκε γιατί οι αγωνιστικές του κινήσεις προϋποθέτουν το συντονισμό της κίνησης ολόκληρου του σώματος σε σχέση με εξωτερικά διαρκώς μεταβαλλόμενα ερεθίσματα.