Χρόνιες Αναπνευστικές Νόσοι και Άσκηση:
Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια
Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) παραμένει ένα
από τα σημαντικότερα προβλήματα υγείας στον κόσμο. Στα προηγμένα κράτη αποτελεί
την 4η αιτία θανάτου με τη θνησιμότητα να αυξάνεται. Η νόσος
εξελίσσεται με παθολογοανατομικές μεταβολές που εντοπίζονται στους κεντρικούς
και περιφερικούς αεραγωγούς, στο πνευμονικό παρέγχυμα και στο πνευμονικό
αγγειακό δίκτυο. Συνέπεια αυτών των μεταβολών είναι η υπερέκκριση βλέννης, η
μείωση της ροής του αέρα στους αεραγωγούς, η υπερδιάταση των πνευμόνων και οι
διαταραχές στην ανταλλαγή αερίων. Η μείωση της ροής του εκπνεόμενου αέρα, που
συνοδεύεται από υπερδιάταση των πνευμόνων και το έντονο αίσθημα δύσπνοιας,
αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που περιορίζουν την ικανότητα
για άσκηση σε ασθενείς με ΧΑΠ.
Συνέπειες για τον οργανισμό
Η ΧΑΠ εξελίσσεται προοδευτικά με δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή. Έχει
μάλιστα περιγραφεί στη βιβλιογραφία ότι άτομα που πάσχουν από τη νόσο
υπόκεινται σε ένα «φαύλο κύκλο» από δυσμενή συμπτώματα, με κυριότερο το
αυξημένο αίσθημα δύσπνοιας, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των φυσικών
δραστηριοτήτων, την επιδείνωση της φυσικής τους κατάστασης και κατ’ επέκταση
την επιδείνωση της ποιότητας ζωής. Έχει παρατηρηθεί ότι μεγάλος αριθμός ασθενών
απομακρύνεται από κοινωνικές δραστηριότητες, γεγονός το οποίο επιφέρει
απομόνωση και δημιουργεί αισθήματα ανασφάλειας και ψυχικού άλγους. Όλοι αυτοί
οι παράγοντες σε συνδυασμό με τη σταδιακή εξέλιξη της νόσου οδηγούν σε συνεχή
επιδείνωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Εν αντιθέσει, η ένταξη τους σε ένα
πρόγραμμα αναπνευστικής αποκατάστασης μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά σε
αυτή τη δυσμενή αλυσίδα και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής αυτών των ασθενών.
Μηχανισμοί περιορισμού της ικανότητας για άσκηση
Πολλές είναι οι μελέτες που έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στον
εντοπισμό και την αξιολόγηση των παραγόντων που εμποδίζουν τους ασθενείς με
χρόνια αναπνευστικά νοσήματα να εκτελούν καθημερινές φυσικές δραστηριότητες. Τα
κύρια συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τους ασθενείες με ΧΑΠ και οδηγούν σε
αδυναμία εκτέλεσης φυσικής δραστηριότητας είναι η δύσπνοια και ο πρόωρος μυϊκός
κάματος (Maltais et al., 1995; O’Donnell et al., 1998).
Από πλευράς παθοφυσιολογίας, η μείωση στην
εκπνευστική ροή και την ελαστική επαναφορά των πνευμόνων έχει ως συνέπεια τη
μειωμένη ικανότητα αύξησης του πνευμονικού αερισμού επιτείνοντας έτσι το
αίσθημα της δύσπνοιας (O’Donnell et al., 1997). Γι’ αυτό και οι βασικότεροι αναπνευστικοί
παράγοντες που περιορίζουν την ικανότητα εκτέλεσης σωματικής άσκησης είναι,
αφενός, η αυξημένη αναπνευστική απαίτηση που δημιουργείται κατά την άσκηση λόγω
της διαταραχής στη σχέση αερισμού/αιμάτωσης των πνευμονικών κυψελίδων και
αφετέρου η αδυναμία αύξησης του πνευμονικού αερισμού σε επίπεδο ανάλογο της
αναπνευστικής απαίτησης (Dantzker et al., 1986; Barbara et al., 1991; Johnson et al., 1999).
Ταυτόχρονα με την αδυναμία εξισορρόπησης της
αναπνευστικής απαίτησης από τη δυσανάλογη αύξηση του πνευμονικού αερισμού κατά
την άσκηση, η δυσλειτουργία των σκελετικών μυών είναι μια επιπλέον παράμετρος
που έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τη λειτουργική ικανότητα των ασθενών αυτών (Maltais et al., 1996; Gosselink et al., 1996). Επίσης, κατά την άσκηση σε ασθενείς με ΧΑΠ, ο
ανταγωνισμός μεταξύ αναπνευστικών και περιφερικών μυών για τη διανομή της
καρδιακής παροχής είναι σημαντικά αυξημένος προκειμένου να καλυφθούν οι
μεταβολικές τους ανάγκες, με αποτέλεσμα οι αναπνευστικοί μύες να στερούν μεγάλο
ποσοστό ενεργειακών αποθεμάτων (Aliverti & Macklem, 2001) από τους εργαζόμενους περιφερικούς μύες,
προκαλώντας έτσι πρόωρη μυϊκή κόπωση συνοδευόμενη και από ανάλογα συμπτώματα
μυϊκής εξάντλησης.
Η
σημαντικότητα των συμπτωμάτων στον περιορισμό της ικανότητας για άσκηση σε
ασθενείς με ΧΑΠ διαφάνηκε σε μια μελέτη από τους Killian
και συνεργάτες (1992) όπου βρέθηκε ότι η δύσπνοια αποτελούσε αιτία περιορισμού
για την εκτέλεση σωματικής άσκησης στο 46% των ασθενών με ΧΑΠ. Το 26% τερμάτισε
την άσκηση λόγω μυϊκού καμάτου. Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο ότι ο περιορισμός για
την εκτέλεση άσκησης δεν είναι αποκλειστικά αναπνευστικής αιτιολογίας αλλά
αποδίδεται σε ένα βαθμό και στην μυϊκή δυσλειτουργία.
Θεραπεία της
νόσου
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα χρόνια νοσήματα, η ΧΑΠ δεν είναι ιάσιμη. Η θεραπεία στοχεύει κυρίως στην επιβράδυνση της εξέλιξης της, την ανακούφιση των συμπτωμάτων, τη μείωση της συχνότητας και βαρύτητας των παροξυσμών, τη βελτίωση της αντοχής στην κόπωση και γενικά τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ασθενών.
Εμπεριστατωμένες ιατρικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι
μόνο η διακοπή του καπνίσματος επιβραδύνει σημαντικά την αναμενόμενη επιδείνωση
της πνευμονικής λειτουργίας και αυξάνει το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών,
ακόμα και σε προχωρημένα στάδια. Η προοδευτική έκπτωση της πνευμονικής
λειτουργίας σε βάθος χρόνου είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου και δεν
υπάρχουν διαθέσιμα φάρμακα που να αναστέλλουν τη δυσοίωνη αυτή εξέλιξη. Η
διακοπή του καπνίσματος είναι συνεπώς η βασική θεραπευτική ενέργεια που
απαιτείται στους ασθενείς αυτούς.
Η
αντιμετώπιση της νόσου συνίσταται στη σταδιακή ενίσχυση της φαρμακευτικής
αγωγής ανάλογα με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων και τη λειτουργική έκπτωση, όπως
αυτή εκτιμάται με σπιρομέτρηση. Η συχνότητα και η βαρύτητα των παροξυσμών, η εγκατάσταση
αναπνευστικής ανεπάρκειας, η συνύπαρξη άλλων νοσημάτων, όπως καρδιαγγειακών,
μεταβολικών ή διαταραχών ύπνου βεβαίως συνεκτιμώνται.
Η χρόνια
χορήγηση οξυγόνου για δεκαπέντε τουλάχιστον ώρες ημερησίως καθίσταται αναγκαία
στις περιπτώσεις που η νόσος έχει προκαλέσει αναπνευστική ανεπάρκεια, μία
επιπλοκή που για να διαγνωστεί απαιτείται μέτρηση των αερίων (οξυγόνου,
διοξειδίου του άνθρακα) στο αίμα. Εκτός από την ανακούφιση της δύσπνοιας και
την υποστροφή των αρνητικών οργανικών συνεπειών της έλλειψης οξυγόνου, η
οξυγονοθεραπεία αυξάνει και την επιβίωση των ασθενών.
Η ένταξη
ασθενών με συμπτώματα σε προγράμματα αποκατάστασης έχει πολλαπλά οφέλη.
Καλύπτει ιδιαίτερες ανάγκες τους που οφείλονται σε κακή φυσική κατάσταση,
έλλειψη σωματικής άσκησης, μυϊκή αδυναμία, απώλεια βάρους, κοινωνική απομόνωση,
κατάθλιψη και συνθήκες ψυχολογικού στρες. Τα ολοκληρωμένα προγράμματα
περιλαμβάνουν ενημέρωση, εκπαίδευση, αναπνευστική φυσιοθεραπεία, ειδική
προπόνηση στην άσκηση, συμβουλές σωστής διατροφής, ψυχολογική υποστήριξη.
Πρόγραμμα Αποκατάστασης
Ένα πρόγραμμα άσκησης, στα πλαίσια ενός
προγράμματος αποκατάστασης, θα πρέπει να σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να
καλύπτει σε μεγάλο βαθμό ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων έτσι ώστε οι ασθενείς να
επωφελούνται όσο το δυνατό περισσότερο από αυτό. Τα συστατικά στοιχεία της
άσκησης, δηλαδή η διάρκεια, η συχνότητα και σε μεγάλο βαθμό η ένταση, θα πρέπει
να είναι τέτοια ώστε να μεγιστοποιούνται οι βιολογικές προσαρμογές. Σύμφωνα με
τις οδηγίες που προτείνονται από την Αμερικανική Εταιρεία Αθλητιατρικής (2001)
για να είναι ένα πρόγραμμα άσκησης ευεργετικό θα πρέπει να πληρεί τις εξής
προϋποθέσεις: ο χρόνος άσκησης ανά συνεδρία να μην είναι μικρότερος των 30
λεπτών και η συχνότητα άσκησης να είναι 3 έως 5 φορές την εβδομάδα. Η ένταση
της συνεχούς άσκησης διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε ατόμου αλλά
θα πρέπει να διατηρείται τουλάχιστον στο 60 – 80% της μέγιστης ικανότητας
παραγωγής έργου για τουλάχιστον 30 λεπτά. Αναφορικά με τη διαλειμματική άσκηση
αυτή θα πρέπει να εκτελείται σε μέγιστες εντάσεις με διαστήματα άσκησης
ανάπαυλας διάρκειας 15 με 30 δευτερολέπτων (Ambrossino & Strambi, 2004), έτσι ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο η
παραγωγή γαλακτικού οξέος.
Σας άρεσε; Μοιραστείτε το!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Το "Εν Σώματι Υγιεί" δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.