Σελίδες

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Έμμηνος Ρύση: Επηρεάζει ή Επηρεάζεται από την Άσκηση…;



Έμμηνος Ρύση 
Επηρεάζει ή Επηρεάζεται από την Άσκηση…;



Μαρία Κοντονή*
Καθηγήτρια Ε.Φ.Α.
Η πιο συχνή ερώτηση που θέτουν οι νεαρές αθλήτριες στους προπονητές τους ή στους γιατρούς τους είναι: «Επηρεάζει η έμμηνος ρύση την αθλητική απόδοση;» και το αντίστροφο, δηλαδή εάν η έμμηνος ρύση επηρεάζεται από τη συστηματική γύμναση. Οι ερευνητές ασχολήθηκαν εκτενώς με τα συγκεκριμένα ερωτήματα και αυτό γιατί, τα τελευταία χρόνια, η συμμετοχή των γυναικών σε προγράμματα φυσικής δραστηριότητας αυξήθηκε κατακόρυφα (Δεληγιάννης, 1992). Αποτελεί γεγονός, ότι κατά τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου, παρατηρούνται πολυάριθμες λειτουργικές και μορφολογικές αλλαγές. Κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να επηρεάζουν την αθλητική απόδοση. Μερικές από τις πιο σημαντικές αλλαγές συνοψίζονται παρακάτω (Wells, 1991):

 
  1. Αύξηση της μάζας του σώματος (πριν την έμμηνο ρύση).
  2. Υπεραιμία στους μαστούς και αύξηση του μεγέθους τους (πριν την έμμηνο ρύση).
  3. Αύξηση της συγκέντρωσης της γλυκόζης του αίματος κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως. Ιδιαίτερα στην παραγωγική φάση, στη διάρκεια άσκησης με μέγιστη επιβάρυνση.
  4. Αύξηση της καθημερινής δραστηριότητας (υπερκινητικότητα).
  5. Αύξηση του κατά λεπτό αερισμού (κατά την ωχρινική φάση).
  6. Μείωση του χρόνου ζωής των ερυθρών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων (κατά την ωχρινική φάση).
  7. Αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος σε υψηλότερα από τα συνήθη επίπεδα (κατά την ωοθυλακορηξία). Θεωρείται η πιο σημαντική μεταβολή σχετικά με την απόδοση και μπορεί να συνοδεύεται από αύξηση της καρδιακής συχνότητας.

Επίσης, μπορούν να παρατηρηθούν μεταβολές στις τιμές του αιματοκρίτη, της αιμοσφαιρίνης και του αριθμού των ερυθροκυττάρων, οι οποίες όμως σχετίζονται με τη ροή αίματος και όχι με την παραγωγή ερυθροκυττάρων. Είναι πολύ πιθανό, κάποιες γυναίκες να εμφανίσουν σιδηροπενική αναιμία με την έμμηνο ρύση, λόγω απώλειας ερυθροκυττάρων.  Όπως είναι αναμενόμενο, οι μεταβολές αυτές είναι πολύ πιθανόν να διαφέρουν από γυναίκα σε γυναίκα (Diehl et al., 1986). Στις τιμές της καρδιακής συχνότητας, μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου και συγκέντρωσης γαλακτικού οξέος, δεν έχουν παρατηρηθεί μεταβολές κατά τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου (Lamont, 1986).
Από τις μέχρι τώρα έρευνες, δεν έχει προκύψει ότι η έμμηνος ρύση επηρεάζει ουσιαστικά την αθλητική απόδοση της γυναίκας. Αυτό που φαίνεται να επηρεάζει την κάθε γυναίκα και να την αποτρέπει από τη συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της έμμηνου ρύσης, είναι περισσότερο βιολογικοί, ψυχολογικοί, περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και προσωπικοί παράγοντες (Δεληγιάννης, 1997).


Ιδιαίτερα προβλήματα στις αθλήτριες που σχετίζονται με την έμμηνο ρύση

Δεν είναι λίγες οι γυναίκες που παραμονές ή τις ημέρες της εμμήνου ρύσεως εκδηλώνουν συμπτώματα άγχους, ευερεθιστότητα, κεφαλαλγία, κοιλιακά άλγη, πόνο στους μαστούς και στους μύες, που αν συνδυαστούν με συμμετοχή σε φυσικές και αθλητικές δραστηριότητες, δρουν αρνητικά στην απόδοση τους. Οι κατά καιρούς ερευνητές υποστηρίζουν την άποψη, ότι η συστηματική γύμναση επιφέρει μεγαλύτερη ανοχή και αντοχή στον πόνο, καθώς επίσης ότι δρα αποτρεπτικά στην εκδήλωση δυσμηνόρροιας ή συμβάλλει στην άμβλυνση του πόνου, κυρίως με την δράση των ενδορφινών, η συγκέντρωση των οποίων φτάνει σε υψηλά επίπεδα κατά την άσκηση (Wells, 1991). Αντίθετη άποψη έχουν οι Linse και Lutter, οι οποίοι αμφιβάλλουν για τον ανακουφιστικό ρόλο της άσκησης, αφού τα αποτελέσματα της δικής τους έρευνας έδειξαν, ότι η άσκηση δεν μεταβάλλει τα συμπτώματα της έμμηνου ρύσεως (Linse & Lutter, 1987). Ένα άλλο θέμα εξίσου σημαντικό που απασχολεί τις γυναίκες κατά τη διάρκεια της έμμηνου ρύσης, είναι αν και κατά πόσο επιτρέπεται να συμμετέχουν σε κολυμβητικές δραστηριότητες στην πισίνα ή στη θάλασσα. Η έμμηνος ρύση από μόνη της δεν αποτελεί αντένδειξη για την προπόνηση στο νερό. Οι προβληματισμοί των γυναικών επομένως είναι αποτέλεσμα κοινωνικό και ψυχολογικό και η επιλογή των μέσων υγιεινής και προστασίας κατά την έμμηνο ρύση επαφίεται στην προσωπική επιλογή της κάθε γυναίκας (Anderson, 1965, Παπαλουκάς, 1992).  

Η άλλη άποψη είναι αυτή που ενοχοποιεί τον αθλητισμό για αρκετές από τις διαταραχές της εμμήνου ρύσεως που αντιμετωπίζουν οι αθλήτριες. Η εμφάνιση της εμμήνου ρύσεως επηρεάζεται και καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, όπως γενετικοί και περιβαλλοντικοί, κοινωνικοοικονομικοί και διατροφικοί, διάφορες παθήσεις κ.λ.π. (Wells, 1991). Ο φυσιολογικός καταμήνιος κύκλος ονομάζεται ευμμηνόρροια και διαρκεί από 23 ως 38 μέρες. Κάποιες από τις διαταραχές της εμμήνου ρύσεως είναι η δυσμηνόρροια, η ολιγομηνόρροια και αμηνόρροια.
Δυσμηνόρροια: Η επώδυνη εμμηνορρυσία. Διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Στην πρωτοπαθή δυσμηνόρροια δεν υπάρχει ένδειξη παθολογικής κατάστασης. Χαρακτηρίζεται από οξύ πόνο στην κοιλιακή χώρα, παρόμοιο με αυτόν του κολικού, αλλά μπορεί να αντανακλάται στην πλάτη ή στους μηρούς. Συνήθη συμπτώματα που συνοδεύουν τη δυσμηνόρροια είναι η ναυτία, η διάρροια, οι πονοκέφαλοι και η οσφυαλγία. Η δευτεροπαθής δυσμηνόρροια είναι αποτέλεσμα κάποιας οργανικής πάθησης της πυέλου (ενδομητρίωση, κύστες ωοθηκών κ.α.).
Ολιγομηνόρροια: Όταν εμφανίζονται 3-6 καταμήνιοι κύκλοι το χρόνο ή όταν ο κύκλος διαρκεί 39-90 ημέρες.
Αμηνόρροια: Ορίζεται ως η απουσία έμμηνου ρύσης για περίοδο ίση ή μεγαλύτερη από τρεις μήνες. Πρωτοπαθής αμηνόρροια χαρακτηρίζεται η μη εμφάνιση έμμηνου ρύσεως μέχρι την ηλικία των 16 ετών ή μη έναρξη των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου μέχρι την ηλικία των 14 ετών. Δευτεροπαθής αμηνόρροια χαρακτηρίζεται η καθυστέρηση επανεμφάνισης της έμμηνου ρύσεως για χρονικό διάστημα πάνω από 90 ημέρες (Loucks & Horvath, 1985).
Η καθυστερημένη έναρξη της έμμηνης ρύσης σχετίζεται με τη συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες και εξαρτάται από το είδος της άσκησης και το επίπεδο της αθλήτριας. Το 15-60% των αθλητριών εμφανίζει αμηνόρροια, σε σύγκριση με τις κοπέλες που δεν αθλούνται (3-5%), ενώ συχνότερα είναι τα προβλήματα σε αθλήτριες δρόμων μεγάλων αποστάσεων (Brisson et al, 1982). Οι θεωρίες και οι μηχανισμοί που σε συνδυασμό με τη συστηματική αθλητική δραστηριότητα ενοχοποιούνται για την παρουσία ολιγομηνόρροιας και αμηνόρροιας είναι:

  • Η θεωρία απώλειας βάρους και ελαττωμένου ποσοστού σωματικού λίπους: 17% περίπου σωματικού λίπους είναι απαραίτητο για την εμμηναρχή, ενώ για τη διατήρηση του κύκλου σε φυσιολογικά επίπεδα, το ποσοστό είναι 22%.
  • Η θεωρία της ψυχολογικής επιβάρυνσης: Το άγχος και οι διάφορες άλλες συναισθηματικές μεταπτώσεις και μεταβολές, συνδέονται με μια μορφή δευτεροπαθούς αμηνόρροιας, που ονομάζεται ψυχογενής αμηνόρροια ή αμηνόρροια ψυχογενούς τύπου. Χαρακτηρίζεται από ορμονικές διαταραχές που προκαλούνται κατά κύριο λόγο από δυσλειτουργία του υποθαλάμου. Δεν  έχει αποδειχθεί ακόμα ότι η ψυχολογική επιβάρυνση των αθλητριών έχει σχέση με την πορεία του κύκλου τους.
  • Η θεωρία της προσαρμοστικότητας της ενδοκρινικής λειτουργίας: Οι προσαρμογές στις ορμονικές μεταβολές των αθλητριών δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη συνέχεια των μεταβολών της προπόνησης που συμβαίνουν στο καρδιαγγειακό και στο μυοσκελετικό σύστημα, αλλά και του είδους της διατροφής, του βάρους και άλλων παραγόντων. Υποστηρίζεται ότι ο υποθάλαμος δέχεται τις επιδράσεις της συστηματικής άσκησης και προσαρμόζεται σταδιακά (Prior, 1982).
  • Η θεωρία της υπερκατανάλωσης ενέργειας: Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η υπερβολική κατανάλωση ενέργειας σε συνδυασμό με την υψηλή ψυχολογική επιβάρυνση λόγω συναγωνισμού και ανταγωνισμού, την μη κατάλληλή διατροφή και την έλλειψη επαρκούς ανάπαυσης, διαταράσσουν την ισορροπία ανάμεσα στην διαθέσιμη ενέργεια και στην ενέργεια που τελικά παράγεται. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο υποθάλαμος προσπαθεί να διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερη ενέργεια για τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού, σε βάρος της λειτουργίας της αναπαραγωγής.
  • Η θεωρία της υπερπρολακτιναιμίας: Συνδέεται με τα υψηλά επίπεδα προλακτίνης στο αίμα, η οποία παράγεται από την αδενοϋπόφυση. Η προλακτίνη δρα ανασταλτικά στην ενέργεια των γοναδοτροπινών και εμποδίζουν την ωοθυλακιορρηξία.

Γίνεται αντιληπτό, ότι οι διαταραχές στην έμμηνο ρύση σχετίζονται με πολλούς παράγοντες και κυρίως με τη δυσλειτουργία του συστήματος υποθαλάμου-υπόφυσης. Σημαντικό ρόλο έχουν επίσης και τα υψηλά επίπεδα ενδορφινών, μελατονίνης και κορτιζόλης (Warren, 1980, Shangold, 1988, Αποστολάκης, 1991). Για να γίνει η διάγνωση είναι απαραίτητη η λήψη ιατρικού ιστορικού, η κλινική εξέταση και η με κάθε λεπτομέρεια εργαστηριακή διερεύνηση για να αποκλειστούν παθολογικές καταστάσεις (γενετικές ανωμαλίες, ενδοκρινικές διαταραχές κ.α.) και η εγκυμοσύνη (Παπαλουκάς, 1992). Οι σοβαρότερες διαταραχές θα πρέπει να θεραπεύονται (πιν.1), γιατί έχει αποδειχτεί ότι μπορεί να προκύψουν δυσάρεστες συνέπειες από την παρατεταμένη αμηνόρροια (στειρότητα, σκολίωση, οστεοπόρωση, πρώιμη αθηροσκλήρωση), ακόμα και εμφάνιση καρκίνου των γεννητικών οργάνων (Mellion, 1994).   

(Κλικ για μεγέθυνση)


Βιβλιογραφία:

1.    Αποστολάκης, Μ. (1991). Στοιχεία Φυσιολογίας του Ανθρώπου. Τόμος Γ’: Ενδοκρινείς αδένες- μεταβολισμός- θερμορρύθμιση- θρέψη. Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη.
2.    Δεληγιάννης, Α. (1992). Ιατρική της Άθλησης. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 
3.    Δεληγιάννης, Α. (1997). Ιατρική της Άσκησης: Από τη Θεωρία στην Πράξη. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
4.    Παπαλουκάς, Α. (1992). Αθλητική Γυναικολογία, Θεσσαλονίκη.
5.    Anderson, T. (1965). Swimming and exercise during menstruation. Journal of Health in Physical Education Research. 36(8): 66-68.
6.    Brisson, G.R., Dulac, S., Peronnet, F. & Ledoux, M. (1982). The onset of menarche : A late event in pubertal progression to be affected by physical training. Canadian Journal of Applied Sport Science. 7: 61-67.
7.    Diehl, D.M., Lohman, Y.G., Smith, S.C. & Kertzer, R. (1986). Effects of physical training and competition on the iron status of female field hockey players. International Journal of Sports Medicine. 7: 264-270.
8.    Lamont, L.S. (1986). Lack of influence of the menstrual cycle on blood lactate. Physician Sportsmed. 14(11): 159-163.
9.    Loucks, A.B. & Horvarth, S.M. (1985). Athletic amenorrhea: A review. Medical Science and Sports Exercise. 17: 56-72.
10. Mellion, M. (1994). Guidelines for exercise during pregnancy. In Sports Medicine Secrets. Philadelphia: Hanley & Belfus (eds).
11. Prior, J.C. (1982). Endocrine “conditioning” with endurance training: A preliminary review. Canadian Journal of Applied Sport Science. 7: 148-157.
12. Shangold, M.M. (1988). Causes, evaluation, and management of  athletic oligo-/amenorrhea. Medical Clinics of North America.
13. Warren, M.P. (1980). The effects of exercise on pubertal progression and reproductive function in girls. Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism. 51: 1150-1157.
14. Wells, C. (1991). Women, Sport and Perfrormance-A physiological perspective. 2nd Edition. Champaign: Human Kinetics Books.



Λίγα λόγια για την συγγραφέα:
H Μαρία Κοντονή είναι Καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, απόφοιτη του Τ.Ε.Φ.Α.Α. Δ.Π.Θ. με κύρια ειδικότητα Προσαρμοσμένη Φυσική Αγωγή και δευτερεύουσες ειδικότητες Αερόμπικ και Μαζικός Αθλητισμός. Είναι προπονήτρια της Εθνικής Ομάδας Χιονοδρομίας των Special Olympics Hellas στο αγώνισμα της κατάβασης με μεγαλύτερη διάκριση το Χρυσό Μετάλλιο στο Αλπικό Σκι στους Παγκόσμιους Χειμερινούς Αγώνες Special Olympics στην Ν. Κορέα το 2013. Ασχολείται με την Ειδική Φυσική Αγωγή στην εκπαίδευση και συμμετέχει σε συλλόγους και φορείς που προωθούν και προασπίζουν τα δικαιώματα των ΑμεΑ. Η Μαρία Κοντονή γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Βέροια και είναι συνεργάτης και ιδρυτικό μέλος του Α.Σ. Ανάπτυξης Πολιτισμού Προσαρμοσμένου & Ερασιτεχνικού Αθλητισμού «Εν Σώματι Υγιεί».

Contact:
Email: konto_maria@yahoo.gr 
Facebook: Μαρία Κοντονή
 


Σας άρεσε: Μοιραστείτε το!!

1 σχόλιο:

Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Το "Εν Σώματι Υγιεί" δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.