Είναι ιδιαίτερη
τιμή για το "Εν Σώματι Υγιεί" να φιλοξενεί εργασίες από σημαντικούς
ερευνητές και ακαδημαϊκούς της Ειδικής Φυσικής Αγωγης. Ευχαριστούμε
θερμά την κ. Γιαγκάζογλου Παρασκευή, Επίκουρη καθηγήτρια Ειδικής Αγωγής
στο ΤΕΦΑΑ Σερρών που μοιράζεται μαζί μας, ένα κομμάτι από το ερευνητικό
της έργο
Πρώιμη Παρέμβαση σε Παιδιά με Νοητική Υστέρηση
Γιαγκάζογλου Παρασκευή* Ph.D.
Επίκουρη καθηγήτρια Ειδικής Αγωγής
ΤΕΦΑΑ, Σερρών Α.Π.Θ.
ΤΕΦΑΑ, Σερρών Α.Π.Θ.
Διάφοροι περιβαλλοντικοί ή κληρονομικοί παράγοντες μπορεί να ευθύνονται
για καθυστέρηση σε έναν ή περισσότερους τομείς της ανάπτυξης. Η
ανεύρεση και η εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν τη διαταραχή ή
βλάβη, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη ενός παιδιού σε κάποιο
πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης. Ένα παιδί που παρουσιάζει αναπτυξιακή
καθυστέρηση δε σημαίνει ότι είναι ένα παιδί «καθυστερημένο». Ωστόσο, ένα
παιδί «καθυστερημένο» παρουσιάζει πάντοτε αναπτυξιακή καθυστέρηση.
Έχει διαπιστωθεί ότι τα μισά μόνο από τα παιδιά που παρουσιάζουν
αναπτυξιακά προβλήματα εντοπίζονται πριν το ξεκίνημα του σχολείου
(Glascoe & Dworkin, 1993).
Τι είναι η πρώιμη παρέμβαση;
Ως πρώιμη παρέμβαση έχει οριστεί η συστηματική και προγραμματισμένη προσπάθεια προώθησης της ανάπτυξης μέσα από μία σειρά χειρισμών των γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη στη διάρκεια των 5 πρώτων χρόνων της ζωής (Guralnick & Bennet 1987). Ανταποκρίνεται στις ανάγκες των παιδιών από τη γέννηση τους και για τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Είναι η εξειδικευμένη βοήθεια που απευθύνεται σε παιδιά που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην κινητική, γνωστική, κοινωνική, συναισθηματική ανάπτυξη ή σε παιδιά που έχουν χαρακτηριστεί σε επικινδυνότητα, με αυξημένη δηλαδή πιθανότητα να παρουσιάσουν αναπτυξιακές διαταραχές (Kaur et al. 2006).
Ο όρος «πρώιμη» μπορεί να γίνει αντιληπτός με δύο τρόπους, ο ένας είναι ως «πρώιμη στην ηλικία έναρξης» και ο άλλος ως «πρώιμη στην αναγνώριση της κατάστασης». Ωστόσο και οι δύο ορισμοί της πρωιμότητας έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους σε σχέση με την παρέμβαση. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της πρώιμης παρέμβασης από πολύ μικρή ηλικία είναι η μεγάλη πλαστικότητα του εγκεφάλου (Kolb, Brown, Witt-Lajeunesse, & Gibb, 2001). Υπάρχουν όμως και δύο μεγάλα μειονεκτήματα που σχετίζονται με την πρώιμη παρέμβαση σε μικρή ηλικία. Το πρώτο είναι ότι μερικά προβλήματα που θα εμφανίσουν αργότερα τα βρέφη δεν γίνονται φανερά από νωρίς, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να θέσεις ξεκάθαρους στόχους για τα προγράμματα πρώιμης παρέμβασης. Και το δεύτερο είναι ότι όλα τα παιδιά «σε επικινδυνότητα» δεν θα εμφανίσουν τελικά αναπτυξιακές διαταραχές με αποτέλεσμα η παρέμβαση να είναι περιττή για αυτά τα παιδιά (Blauw-Hospers & Hadders-Algra, 2005).
Η παρέμβαση στα παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές συνήθως ξεκινά αργότερα, στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας όταν η διαταραχή-βλάβη είναι πλέον εμφανής. Δύο πλεονεκτήματα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι η παρέμβαση εφαρμόζεται στα παιδιά που το έχουν πραγματικά ανάγκη και ότι οι στόχοι της παρέμβασης μπορούν να διατυπωθούν ευκολότερα (Blauw-Hospers & Hadders-Algra, 2005). Το σημαντικότερο μειονέκτημα όταν ξεκινάει η παρέμβαση αφού διαπιστωθεί η διαταραχή είναι ότι είναι αργά σε σχέση με την πλαστικότητα του εγκεφάλου (Hadders-Algra 2001).
Στα προγράμματα πρώιμης παρέμβασης τα βασικά μέτρα πρόληψης περιλαμβάνουν: 1) τη μείωση της συχνότητας των αναπτυξιακών διαταραχών μέσω της μείωσης των παραγόντων επικινδυνότητας όπως χαμηλό βάρος γέννησης, υποσιτισμός, αντίληψη της οικογένειας ότι η ανάπτυξη του παιδιού μπορεί να επηρεαστεί από τις δικές τους προσπάθειες, 2) τη μείωση της έκτασης και της διάρκειας των έκδηλων παιδικών διαταραχών, 3) τη μείωση ή την παρεμπόδιση των επιπλοκών της αναπηρίας (φυσικές και συμπεριφορικές) που οδηγούν στην ανάγκη για ιδρυματισμό (Simeonsson 1991). Το πρόγραμμα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την κατανόηση από μέρους της οικογένειας σχετικά με τους περιορισμούς τις δυνατότητες και τις ανάγκες των παιδιών τους έτσι ώστε να μπορεί να προωθήσει την ικανότητα της οικογένειας να υπερασπίζεται τα παιδιά της (Kaur et al. 2006).
Σημασία των προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης
Βασικός στόχος της πρώιμης παρέμβασης είναι να φτάσει το παιδί το μέσο όρο των παιδιών της ηλικίας του ή να αναπτύξει τις ικανότητές του στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Υπάρχουν πολλά παιδιά που ανάλογα και με το βαθμό της βλάβης αλλά και το χρόνο έναρξης της παρέμβασης επιτυγχάνουν τη μεγιστοποίηση των ικανοτήτων τους. Ωστόσο, σχεδόν πάντοτε όλα τα παιδιά που λαμβάνουν πρώιμη παρέμβαση παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση.
Ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προβλημάτων που έχει, βασικοί στόχοι είναι η βελτίωση στον αντιληπτικό, που ισοδυναμεί με τη νόηση (μνήμη, επεξεργασία πληροφοριών), στο συναισθηματικό, στον κινητικό και στον επικοινωνιακό τομέα της ανάπτυξής του. Οι στόχοι αυτοί επιτυγχάνονται με την παροχή εξατομικευμένων, εκπαιδευτικών και θεραπευτικών υπηρεσιών σε συνδυασμό με την καλά σχεδιασμένη υποστήριξη της οικογένειας (Shonkoff & Meisels, 2000). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος κάθε ολοκληρωμένης αγωγής , πρώιμης παρέμβασης -που για κάθε παιδί πρέπει να είναι εξατομικευμένη- είναι η κατάκτηση της αυτονομίας και της λειτουργικότητας μέσα στο περιβάλλον κι όχι μόνο η διόρθωση των σωματικών παραμορφώσεων ή των μη φυσιολογικών λειτουργιών.
Τα παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές ή τα παιδιά που βρίσκονται σε επικινδυνότητα συνήθως αντιμετωπίζουν προβλήματα στην κινητικότητα τους. Είναι πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη ενός εκπαιδευτικού προγράμματος η ακριβής εκτίμηση της αδρής κινητικότητας. Ένα παιδί που θα διαγνωσθεί με καθυστέρηση στην αδρή κινητικότητα πρέπει να ακολουθήσει εξατομικευμένο πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις ανάγκες του (Zittel 1994). Οι αδρές κινητικές δεξιότητες είναι πολύ σημαντικές αφού επιτρέπουν στο παιδί να ολοκληρώσει μία δραστηριότητα που απαιτεί την κίνηση μεγάλων μυϊκών ομάδων ή να κινηθεί με άνεση μέσα στο χώρο (Anshel et al. 1991). Ένα παιδί που έχει μία σοβαρή αναπτυξιακή καθυστέρηση μπορεί να αναγνωρισθεί ευκολότερα σε σχέση με ένα παιδί με λιγότερο σοβαρό πρόβλημα (Thurman & Widerstrom, 1990).
Τα προγράμματα φυσικής δραστηριότητας που απευθύνονται σε παιδιά προσχολικής ηλικίας θα πρέπει να δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη των βασικών αδρών κινητικών δεξιοτήτων και στην αντίληψη της κίνησης έτσι ώστε να προετοιμάσουν το παιδί για τη συμμετοχή του σε κινητικές δραστηριότητες και παιχνίδια στα μετέπειτα σχολικά χρόνια (Gabbard 1988). Βασικό στόχο των προσαρμοσμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά με αναπηρία αποτελεί η βελτίωση της κινητικότητας. Εάν ένα παιδί παρουσιάζει διαταραχές στην αδρή κινητικότητα το πρόγραμμα θα πρέπει να περιλαμβάνει εξατομικευμένη καθοδήγηση για την προώθηση των βασικών κινητικών δεξιοτήτων (Bailey & Wolery 1989).
Η σημασία των προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης για παιδιά με νοητική ανεπάρκεια έχει αναφερθεί από πολλές έρευνες στο παρελθόν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επίδραση των αναπτυξιακών προγραμμάτων στην κινητικότητα. Η κινητική ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσω διαφόρων αναπτυξιακών μοντέλων καθώς επίσης και μέσω της συμμετοχής σε διάφορα κινητικά προγράμματα (Chasey 1981). Επιπλέον, η συμμετοχή σε προγράμματα φυσικής δραστηριότητας συμβάλλει στη θετική αυτοεκτίμηση και στην κοινωνική, συναισθηματική και κινητική ανάπτυξη (Roswal & Frith 1983). Συγκεκριμένα, μπορεί να βοηθήσουν σημαντικά στη βελτίωση του μυϊκού τόνου και των αδρών κινητικών δεξιοτήτων σε παιδιά με νοητική ανεπάρκεια.
Η πιο αποτελεσματική μορφή αντιμετώπισης της νοητικής ανεπάρκειας είναι η πρόληψη και η έγκαιρη παρέμβαση με στόχο την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου. Η Έγκαιρη/Πρώιμη Παρέμβαση αποσκοπεί στην πρόληψη/μείωση του βαθμού εξάρτησης που μπορεί να αναπτύξει ένα παιδί με νοητική ανεπάρκεια ή/και άλλες διαταραχές στην ανάπτυξη. Η Έγκαιρη παροχή των κατάλληλων υπηρεσιών έχει μεταγενέστερα θετικές επιπτώσεις στην ανεξαρτητοποίηση του ατόμου, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ως ενήλικα και στην ανακούφιση της οικογένειας από τη συνεχή φροντίδα και στήριξη.
Βιβλιογραφία
Anshel, M.H, Freedson, P., Hamill, J., Haywood, K., Horvat, M., & Plowman, S.A. (1991). Dictionary of the sport and exercise sciences. Champaign, IL: Human Kinetics.
Bailey, D.B. & Wolery, M. (1989). Assessing infants and preschollers with handicaps. Columbus, OH: Merrill.
Blauw-Hospers, C.H. & Hadders-Algra, M. (2005). A systematic review of the effects of early intervention on motor development. Developmental Medicine & Child Neurology, 47, 421-432.
Chasey, W.C. (1981). The effects of clinical physical education on the motor fitness of educable mentally retarded boys. American Corrective Therapy Journal, 27, 74-75.
Gabbard, C. (1988). Early childhood physical education: The essential elements. Journal of Physical education, Recreation and Dance, 59 (7), 65-69.
Glascoe, F.P. & Dworkin P.H. (1993). Obstacles to effective developmental surveillance: errors in clinical reasoning. Journal of Developmental & Behavioral Pediatrics, 14, 344–9.
Guralnick MJ and Bennet FC. (1987). A framework for early intervention. In The Effectiveness of Early Intervention for at Risk and Handicapped Children. Guralnick MJ and Bennet FC (Eds.). Orlando, Academic Press, 3-29.
Hadders-Algra M. (2001) Early brain damage and the development of motor behavior in children: clues for therapeutic intervention. Neural Plast,8, 31–49.
Kaur, P. Chavan, B.S., Lata, S., Kaur, A., Tinku, S., Arora, Y., & Ratnam, V. (2006). Early intervention in developmental delay. Indian Journal of Pediatrics, 73, 405-408.
Kolb B, Brown R, Witt-Lajeunesse A, Gibb R. (2001) Neural compensations after lesion of the cerebral cortex. Neural Plast , 8: 1–16.
Roswal, G.M. & Frith, G.H. (1983). The effect of a developmental play program on the motor proficiency of mildly handicapped children. American Corrective Therapy Journal, 37(4), 105-8.
Shonkoff, J.P., Meisels, S.J., editors. (2000) Handbook of Early Childhood Intervention. Cambridge: Cambridge University Press. p XVII–XVIII.
Simeonsson RJ. (1991). Early Prevention of childhood disability in developing countries. International Journal of Rehabilitation Research, 14(1): 1-12.
Thurman, S.A. & Widerstrom, A.H. (1990). Infants and young children with special needs. A developmental and ecological approach (2nd ed.). Baltimore, MD:Brooks.
Zittel, L.L. (1994). Gross motor assessment of preschool children with special needs. Adapted Physical Activity Quarterly, 11, 245-260.
H κ. Γιαγκάζογλου Παρασκευή είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Ειδικής Αγωγής στο
ΤΕΦΑΑ Σερρών Α.Π.Θ. Συμμετέχει στη διδασκαλία των μαθημάτων ειδικότητας «Προσαρμοσμένης
Φυσικής Αγωγής» και είναι υπεύθυνη του μαθήματος κορμού «Ειδική Αγωγή»
και του μαθήματος κατεύθυνσης «Προσχολική Φυσική Αγωγή». Επίσης,
συμμετέχει με εισηγήσεις στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών
«Ανθρώπινη Απόδοση και Υγεία» και στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα
«Κινησιολογία» του ΤΕΦΑΑ Σερρών, ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Το "Εν Σώματι Υγιεί" δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.