blank '/> Εν Σώματι Υγιεί - Α.Σ. ΑμεΑ Βέροιας: Ο Ρόλος της Άσκησης σε Άτομα με Νοητική Υστέρηση

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Ο Ρόλος της Άσκησης σε Άτομα με Νοητική Υστέρηση


   Συνεχίζοντας την θεματολογία για τα Άτομα με Νοητική Υστέρηση και θέλοντας να συνδέσουμε το προηγούμενο άρθρο "Πρώιμη Παρέμβαση σε παιδιά με Ν.Υ.", προχωράμε ένα βήμα παραπέρα και εξετάζουμε τον Ρόλο της Άσκησης στα άτομα αυτά. Ευχαριστούμε θερμά τον συνάδελφο κ.Τσάπατο Στέλιο που μας έστειλε το παρακάτω άρθρο, το οποίο αποτελεί κομμάτι της ερευνητικής δραστηριότητας για το διδακτορικό του.


Ο Ρόλος της Άσκησης σε Άτομα με Νοητική Υστέρηση 

 


 Τσάπατος Στέλιος* Μ.Sc.
Αποτελεί πλέον κοινή πεποίθηση στην επιστημονική κοινότητα ότι η απουσία συστηματικής άσκησης συμβάλλει καθοριστικά στην έκπτωση των παραμέτρων της φυσικής κατάστασης, με αποτέλεσμα την περιορισμένη καρδιοαναπνευστική λειτουργική ικανότητα, τη μειωμένη μυϊκή δύναμη και αντοχή, την περιορισμένη λειτουργικότητα, ενώ με την πάροδο των ετών το άτομο γίνεται επιρρεπές σε εκφυλιστικά νοσήματα φθοράς, όπως είναι η καρδιαγγειακή νόσος, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια, η καρκινογένεση, με άμεση αρνητική επίπτωση και στην ίδια την ποιότητα ζωής (Καστανιάς & Τοκμακίδης, 2010). 
Πιο συγκεκριμένα, σε έρευνα των Peterson, Janz, και Lowe (2008) σε δείγμα 131 ενηλίκων ατόμων με Νοητική Υστέρηση (Ν.Υ.), καταγράφηκε η ελάχιστη συμμετοχή τους σε απλές δραστηριότητες προαγωγής της φυσικής κατάστασης, όπως το περπάτημα, με αποτέλεσμα μόνο ένα μικρό ποσοστό της τάξης του 14,1% να εκτελεί 10.000 βήματα ημερησίως, επιβάρυνση η οποία αποτελεί κριτήριο επαρκούς φυσικής δραστηριότητας για την προαγωγή της υγείας, της ευεξίας και της ποιότητας ζωής. Στην ίδια μελέτη καταγράφηκε περαιτέρω μείωση της φυσικής δραστηριότητας τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα, χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες αυξάνεται ο χρόνος τηλεθέασης και κατανάλωσης φαγητού, ενώ διαπιστώθηκε ότι όσο χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης είχε κάποιος τόσο μικρότερη ήταν και η εμπλοκή του σε αθλητικές δραστηριότητες. Η περιορισμένη συμμετοχή της συγκεκριμένης ομάδας πληθυσμού στα προγράμματα άσκησης αποδόθηκε στον παθητικό τρόπο ζωής (Lotan, Isakov, Kessel, Merrick, 2004; Pitetti, Boneh, 1995) στην απουσία κινήτρων (Halle, Gabler-Halle, Chung, 1999) και σε ψυχολογικούς-βιολογικούς παράγοντες (Fernhall, & Tymeson, 1988) οι οποίοι αποτελούν εμπόδιο στη συμμετοχή των ατόμων αυτών σε φυσικές δραστηριότητες.
Η βιβλιογραφία αναφέρει διάφορα προπονητικά πρωτόκολλα που εφαρμόστηκαν με στόχο την προαγωγή παραμέτρων της φυσικής κατάστασης στα άτομα με Ν.Υ.. Τα περισσότερα από αυτά αποσκοπούσαν στη βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής αντοχής, ενώ κάποια άλλα (λιγότερα στον αριθμό) στην αύξηση της μυϊκής αντοχής και δύναμης, καθώς και της ισορροπίας. Παρά τις διαφορές στη δομή των πρωτοκόλλων αναφορικά με τη διάρκεια, την ένταση, τη συχνότητα και την πυκνότητα των προπονητικών ερεθισμάτων, τα άτομα με Ν.Υ., είτε χαρακτηρίζονταν και από επιπλέον γενετικά σύνδρομα είτε όχι, ωφελήθηκαν από τη συμμετοχή τους στα οργανωμένα προγράμματα άσκησης. Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται από πρόσφατη μελέτη των Lotan, YalonChamovitz και Weiss (2009), στην οποία η εφαρμογή ενός προγράμματος αερόβιας άσκησης επέφερε σημαντική βελτίωση στην αερόβια ικανότητα των ατόμων με μέσου βαθμού Ν.Υ.. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε ανάλογη μεταβολή στο δείκτη κατανάλωσης ενέργειας (Energy Expenditure Index, EEI), ο οποίος αποτελεί έκφραση της ενεργειακής δαπάνης μέσω της αξιολόγησης της σχέσης της καρδιακής συχνότητας προς την ταχύτητα βάδισης. Αλλά και σε παλαιότερη μελέτη των Lotan, Isakov, Kessel και Merrick (2004) σε άτομα με Ν.Υ., η προπόνηση αντοχής διάρκειας 2 μηνών προήγαγε την αερόβια ικανότητα, με παράλληλη μείωση της καρδιακής συχνότητας ηρεμίας (ΚΣΗ) και καρδιακής συχνότητας άσκησης (ΚΣΑ). Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση της ΚΣΗ πρέπει να αποτελεί στόχο σε κάθε παρεμβατικό πρόγραμμα άσκησης, είτε αναφέρεται στα άτομα με Ν.Υ. είτε στο γενικό πληθυσμό. Και αυτό γιατί, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της μελέτης των Perry, Wannamethee, Walker, Thomson, WhinCup και Shaper (1995) η αυξημένη ΚΣΗ αποτελεί παράγοντα κινδύνου εμφάνισης ΣΔ τύπου 2, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε μείωσή της να δρα αγγειοπροστατευτικά. Η επιδιωκόμενη μείωση της ΚΣΗ μπορεί να επιτευχθεί μέσω της προαγωγής της αερόβιας ικανότητας και των συνεπακόλουθων αλλαγών στα αιμοδυναμικά χαρακτηριστικά που αυτή επιφέρει. Τα προαναφερθέντα αποτελέσματα των Lotan, Isakov, Kessel και Merrick (2004) είναι σε συμφωνία με εκείνα παλαιότερης μελέτης των Silverthorn και Hornak (1993) όπου η εφαρμογή προγράμματος αερόβιας άσκησης σε συνδυασμό με διατροφή περιοριστικού τύπου επέφερε βελτίωση στην καρδιοαναπνευστική αντοχή με παράλληλη μείωση της ΚΣΗ. Σε άλλη μελέτη των Pommering, Brose, Randolph, Murray, Purdy και Cadamagnani (1994) η εκτέλεση αερόβιας άσκησης προήγαγε την αντοχή και την ευλυγισία, παρ’ όλο που δεν σημειώθηκε μεταβολή του σωματικού βάρους. Αλλά και στην έρευνα των Khalili και Elkins (2009) σε δείγμα 44 ατόμων με Ν.Υ. (με ή χωρίς ΣΔ), η εκτέλεση προγράμματος αερόβιας άσκησης διάρκειας 8 εβδομάδων βελτίωσε την αναπνευστική λειτουργία μέσω της αύξησης της δυναμικής ζωτικής χωρητικότητας (FVC) και του μέγιστου εκπνεόμενου όγκου αέρα στο 1 sec (FEV1). Ομοίως, και οι έρευνες των Walkley, Temple, Simmons, Greenway και Klein (2003) και Tsimaras, Giagazoglou, Fotiadou, Christoulas και Angelopoulou (2003) κατέδειξαν τη θετική επίδραση της αερόβιας άσκησης τόσο στην καρδιοαναπνευστική αντοχή όσο και στην πνευμονική λειτουργία, ενώ στη μελέτη των Varela, Sardinha και Pitetti (2001) η αερόβια άσκηση διάρκειας 16 εβδομάδων βελτίωσε, εκτός από την αντοχή, και τη λειτουργική ικανότητα ατόμων με βαριά Ν.Υ.. Ακολούθως, στη μελέτη των Carmeli, Zinger - Vaknin, Morad, Merrick (2005) σε δείγμα πληθυσμού 22 ατόμων με Ν.Υ. όπου αξιολογήθηκε η επίδραση ενός προγράμματος άσκησης διάρκειας 6 μηνών στην προαγωγή της ισορροπίας, της δύναμης, της γενικότερης φυσικής κατάστασης αλλά και στην ίδια την ποιότητα ζωής, τα αποτελέσματα κατέδειξαν τη θετική επίδραση της άσκησης σε όλες τις παραπάνω παραμέτρους. 

   Παράλληλα, και τα προγράμματα μυϊκής ενδυνάμωσης φαίνεται ότι επηρεάζουν θετικά τη συνολική φυσική κατάσταση. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μελέτη των Miho, Tetsuro, Tomiko, & Hisashy (2004) όπου η εφαρμογή σε άτομα με Ν.Υ. ενός προγράμματος με αντιστάσεις διάρκειας 12 εβδομάδων βελτίωσε τη φυσική κατάσταση, με παράλληλη αύξηση του μυϊκού ιστού. Ομοίως, και σε σχετικά πρόσφατη μελέτη των Shields, Taylor και Dodd (2008) η εφαρμογή σε άτομα με ΣΔ ενός προγράμματος μυϊκής ενδυνάμωσης επέφερε προαγωγή της μυϊκής δύναμης, της μυϊκής αντοχής και της κινητικής λειτουργικότητας των άνω άκρων, χωρίς όμως να παρατηρηθούν παρόμοιες επιδράσεις και στα κάτω άκρα. Αυτό πιθανότατα να οφείλεται στη μεγαλύτερη αρχική δύναμη των κάτω άκρων και στη δομή του ερευνητικού πρωτοκόλλου. Βελτίωση στην ταχυδύναμη των κάτω άκρων σε άτομα με Ν.Υ. με ή χωρίς ΣΔ παρατηρήθηκε στην έρευνα των Wang και Ju (2002) μέσω αλτικών ασκήσεων που διήρκεσαν μόλις 6 εβδομάδες. Ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου πρωτοκόλλου, παρατηρήθηκε βελτίωση της αλτικής δύναμης, της ισορροπίας και της ικανότητας βαδίσματος. Ιδιαίτερα θετική επίδραση στις συνιστώσες της φυσικής κατάστασης ασκεί και η εφαρμογή συνδυαστικού προγράμματος αερόβιας άσκησης και μυϊκής ενδυνάμωσης, όπως αυτό εφαρμόστηκε από τους Rimmer, Heller, Wang, & Valerio (2004) σε άτομα με ΣΔ. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα διάρκειας 12 εβδομάδων αύξησε τόσο την καρδιοαναπνευστική και μυϊκή αντοχή όσο και τη μυϊκή δύναμη. 

Από τα δεδομένα των παραπάνω ερευνών επιβεβαιώνεται η θετική επίδραση των διαφόρων πρωτοκόλλων άσκησης στις παραμέτρους της φυσικής κατάστασης, στη λειτουργική ικανότητα και στην ποιότητα ζωής των ατόμων με Ν.Υ.. Παρά το γεγονός ότι η διάρκεια των προαναφερθέντων ερευνητικών πρωτοκόλλων κυμαινόταν από 6−30 εβδομάδες, διαπιστώθηκε η θετική επίδραση της άσκησης, ακόμη και εξαιτίας βραχύχρονων προγραμμάτων. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται η χρονοεξαρτώμενη δράση των γυμναστικών προγραμμάτων, με την έννοια ότι όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συμμετέχει κάποιος σε αυτά τόσο καλύτερα και μονιμότερα θα είναι τα οφέλη που θα αποκομίζει. Ωστόσο, μία έρευνα των Τσικρίκη, Μπάτσιου, Δούδα και Αντωνίου (2007) αποδεικνύει ότι το χαμηλό επίπεδο φυσικής κατάστασης, που παρουσιάζουν τα άτομα με νοητική υστέρηση λόγω υποκινητικότητας, βελτιώνεται ακόμη και όταν συμμετέχουν σε προγράμματα απόκτησης κινητικών δεξιοτήτων της καλαθοσφαίρισης, διάρκειας μόλις δώδεκα εβδομάδων και όχι μόνο στα ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα για την προαγωγή των παραμέτρων της φυσικής τους κατάστασης. Πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα της προαναφερθείσας μελέτης έδειξαν ότι το πρόγραμμα εξάσκησης των βασικών δεξιοτήτων καλαθοσφαίρισης είχε ευεργετική επίδραση στους ενήλικες μαθητές με Ν.Υ.. Η επιλογή τόσο της καλαθοσφαίρισης, της δημοφιλούς αυτής δραστηριότητας, όσο και της δασκαλοκεντρικής μεθόδου της ανάθεσης έργου, για την αύξηση του χρόνου δραστηριοποίησής τους κατά τη διάρκεια του μαθήματος της φυσικής αγωγής, είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής τους αντοχής και των άλλων στοιχείων της φυσικής τους κατάστασης.
Οι  Yılmaz και οι συνεργάτες του (2009), μελέτησαν τα αποτελέσματα στη φυσική κατάσταση που είχε η ενασχόληση παιδιών με Ν.Υ. με την κολύμβηση και με προγράμματα άσκησης στο νερό. Το δείγμα αποτέλεσαν 16 παιδιά, ηλικίας 12-14 χρόνων. Η διάρκεια του προγράμματος ήταν 10 εβδομάδες, και τα παιδιά ασκούνταν 2 φορές/εβδομάδα για 40 λεπτά σε κάθε συνεδρία. Από τα αποτελέσματα της έρευνας φάνηκε ότι βελτιώθηκε αρκετά η φυσική τους κατάσταση. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η ενασχόληση των παιδιών με νοητική υστέρηση με την κολύμβηση και με προγράμματα άσκησης στο νερό, συμβάλλει στη βελτίωση της σωματικής και ψυχικής τους υγείας.

Βιβλιογραφία: 


    Καστανιάς & Τοκμακίδης (2010). Στοιχεία παθοφυσιολογίας ατόμων με νοητική υστέρηση και η σημασία της συστηματικής άσκησης στην προαγωγή της υγείας τους. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 27(5):753-766.

   Peterson Jj, Janz Kf, Lowe Jb. (2008). Physical activity among adults with intellectual disabilities living in community settings. Prev Med, 47:101–106.

   Lotan, M., Isacov, E., Kessel, S. & Merrick, J. (2004). Physical fitness and functional ability of chil­dren with intellectual disability: effects of a short-term daily treadmill intervention. Scien­tific World Journal, 14(4), 449-457.

   Fernhall B, Tymeson Gt. (1988). Validation of cardiovascular fitness field tests for adults with mental retardation. Adapt Phys Activity Q, 5:49–59.
    Lotan M, Isakov E, Kessel S, Merrick J. (2004). Physical fitness and functional ability of children with intellectual disability: Effects of a short-term daily treadmill intervention. Scientific World Journal, 4:449–457.
    Perry Ij, Wannamethee Sg, Walker Mk, Thomson Ag, Whin - Cup Ph, Shaper Ag. (1995). Prospective study of risk factors for development of non-insulin dependent diabetes in middle aged British men. BMJ, 310:560–564.
   Pommering Tl, Brose Ja, Randolph E, Murray Tf, Purdy Rw, Cadamagnani Pe. (1994). Effects of an aerobic exercise program on community-based adults with mental retardation. Ment Retard, 32:218–226.
   Walkley J, Temple V, Simmons K, Greenway K, Klein R. (2003). Effects of a 30-week minimally supervised exercise program for adults with intellectual disability. Med Sci Sports Exerc, 35:S76.
   Τσιμάρας, Β., Γιαγκαζόγλου, Π., Φωτιάδου, Ε., Χρι­στούλας, Κ., & Αγγελοπούλου, Ν. (2003). Jog-walk training in cardioverspiratory fitness of adults with Down Syndrome. Perceptual & Mo­tor Skills, 96(3,2), 1239-1251.
   Varela Am, Sardinha Lb, Pitetti Kh. (2001). Effects of an aerobic rowing training regimen in young adults with Down syndrome. Am J Ment Retard, 106:135–144.
   Carmeli E, Zinger - Vaknin T, Morad M, Merrick J. (2005). Can physical training have an effect on well-being in adults with mild intellectual disability? Mech Ageing Dev, 126:299–304.
   Miho T, Tetsuro Y, Tomiko N, Hisashy Y. (2004). The relation between metabolism, obesity and exercise in mentally retarded children. Annual Report of the Faculty of Education, Gunma University, Art, Technology, Health and Physical Education, and Science of Human Living Series, 39:115–124. 
   Shields N, Taylor NF, Dodd KJ. (2008). Self-concept in children with spina bifida compared with typically developing children. Developmental Medicine and Child Neurology 50(10):733-43. 
   Rimmer, J. & Kelly, L. (1991). Effects of resistance training program on adults with mental retar­dation. Adapted Physical Activity Quarterly, 8, 146-153. 
   Τσικρίκη, Γ., Μπάτσιου, Σ., Δούδα, Ε. & Αντωνίου, Π. (2007). Η Επίδραση ενός Πιλοτικού Προγράμματος Εξάσκησης Βασικών Δεξιοτήτων Καλαθοσφαίρισης σε Άτομα με Μέτρια Νοητική Υστέρηση. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό. Τόμος 5 (3), 352 – 362. 
   Yılmaz, I., Ergun, N., Konukman, F., Agbuğa, B. Zorba, E. & Cimen, Z. (2009). The Effects of Water Exercises and Swimming on Physical Fitness of Children with Mental Retardation. Journal of Human Kinetics, 21, 105-111. 
 


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Τσάπατος Στέλιος είναι Καθηγητής Φυσικής Αγωγής, ειδικευμένος στην Ειδική Φυσική Αγωγή, κάτοχος Μεταπτυχιακό Διπλώματος Ειδίκευσης (M.Sc.) στην Φυσική Δραστηριότητα σε Ειδικούς Πληθυσμούς και Υποψήφιος Διδάκτορας του Τ.Ε.Φ.Α.Α. - Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. 
Κατάγεται από τον Άγιο Νικόλαο Χαλκιδικής, εργάζεται ως αναπληρωτής στο Ε.Ε.Ε.Ε.Κ. και στο ΕΠΑ.Λ. Ειδικής Αγωγής Χαλκίδας και είναι επίσημος διαιτητής στο άθλημα του Bocce.

Contact: stelios.tsapatos@gmail.com   FaceBook:Stelios.Tsapatos 


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Το "Εν Σώματι Υγιεί" δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.